- κεφαληγερετης
- κεφαληγερέτηςκεφᾰλ-ηγερέτης-ου ὅ (шутл. по аналогии с νεφεληγερέτης) собиратель голов, т.е. предполож. многоглавый, мудрейший (о Перикле) Cratinus ap. Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
κεφαληγερέταν — κεφαληγερέτᾱν , κεφαληγερέτης head collector masc acc sg (epic doric aeolic) κεφαληγερέτης head collector masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek